εὐπαρόρμητος

Revision as of 20:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A easily excited, πρός τινας Arist. Rh.1379a17.

German (Pape)

[Seite 1087] leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρόρμητος: -ον, εὐκόλως παρορμώμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à exciter, à émouvoir.
Étymologie: εὖ, παρορμάω.

Greek Monolingual

εὐπαρόρμητος, -ον (Α)
αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ορμώ (πρβλ. α-παρ-όρμητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρόρμητος: -ον (παρορμάω), αυτός που εξάπτεται εύκολα, παρορμητικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαρόρμητος: легко возбуждающийся, раздражительный Arst.

Middle Liddell

εὐ-παρόρμητος, ον παρορμάω
easily excited, Arist.