ζυγόταυρον
English (LSJ)
τό, A yoke, pair of oxen, PFlor.167.3, 256.3 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ζυγόταυρον, τὸ (Α)
πάπ. ζεύγος βοδιών, ζευγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + ταύρος].
τό, A yoke, pair of oxen, PFlor.167.3, 256.3 (iii A.D.).
ζυγόταυρον, τὸ (Α)
πάπ. ζεύγος βοδιών, ζευγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + ταύρος].