θεομηνία

Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A wrath of God, Pall.in Hp.2.142D., Steph.in Hp.1.72 D., Eust.891.24.

German (Pape)

[Seite 1196] ἡ, Götterzorn, Eust. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεομηνία: ἡ, ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ, Δίων Κ. Ἀποσπ. 30, 1, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 727, Εὐστ. 891. 24.

Greek Monolingual

η (AM θεομηνία)
η οργή του θεού
νεοελλ.
μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από κακοκαιρία, σεισμό, πλημμύρα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μήνις].