κακοκαιρία

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

και κακοκαιριά, η
κακός καιρός, άσχημες καιρικές συνθήκες, κακή καιρική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + καιρός (πρβλ. καλοκαιρία)].