θελξίπικρος

Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.

German (Pape)

[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).

Greek (Liddell-Scott)

θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de douceur et d’amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.

Greek Monolingual

θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.

Greek Monotonic

θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θελξίπικρος: мучительно-приятный (κνησμονή Anth.).

Middle Liddell

θελξί-πικρος, ον
sweetly painful, Anth.