καίνισις
English (LSJ)
εως, ἡ, A renovation, ἡ τῶν πατρίων κ. καὶ μεταβολή J.AJ 18.1.1; v.l. for -ωσις in Ph.2.45.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, = καινισμός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καίνισις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, τῆς καρδίας Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 4, σ. 200, 15.
Greek Monolingual
καίνισις, ἡ (AM) καινίζω
ανακαίνιση, ανανέωση.