θρασυεργός

Revision as of 22:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A bold of deed, Nonn.D.35.365.

German (Pape)

[Seite 1216] muthig handelnd, Nonn. D. 35, 365.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυεργός: -όν, θρασύς, τολμηρὸς ἐν τοῖς ἔργοις, Νόνν. Δ. 35. 365.

Greek Monolingual

θρασυεργός, -όν (Α)
αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο-εργός, ξυλο-εργός].