θρασυεργός
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
θρασυεργόν, bold of deed, Nonn. D. 35.365.
German (Pape)
[Seite 1216] mutig handelnd, Nonn. D. 35, 365.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυεργός: -όν, θρασύς, τολμηρὸς ἐν τοῖς ἔργοις, Νόνν. Δ. 35. 365.
Greek Monolingual
θρασυεργός, -όν (Α)
αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -εργός (< έργον), πρβλ. αμπελοεργός, ξυλοεργός].