κακοθερής

Revision as of 22:12, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A unfitted to endure summer heat, φύσεις Sor.1.41.

Greek (Liddell-Scott)

κακοθερής: -ές, = κακοθέρειος, κακοθερεῖς φύσεις Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.

Greek Monolingual

κακοθερής, -ές (Α)
1. κακοθέρειος
2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς φύσεις», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θερής (< θέρος), πρβλ. πολυ-θερής].