καλλιπάρηος

Revision as of 22:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον,    A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.

Greek Monolingual

καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].

Greek Monotonic

καλλιπάρηος: -ον (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

καλλι-πάρηος, ον παρειά
beautiful-cheeked, Hom.