καπροφόνος

Revision as of 22:27, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).

Greek (Liddell-Scott)

καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο-φόνος, δολο-φόνος.

Greek Monotonic

καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).

Middle Liddell

καπρο-φόνος, ον [*φένω
killing wild boars, Anth.