καρωτικός

Revision as of 22:34, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A stupefying, soporific, κ. ὁ κρίθινος Arist.Fr.106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; δυνάμεις, ἐπιβροχαί, Id.11.711, 14.733, cf. Porph.Abst.1.27.

German (Pape)

[Seite 1332] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ οἶνος καρηβαρικός, ὁ δὲ κριθινὸς καρωτικός Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = καρωτίδες.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ κρίθινος (δηλ. οἶνος) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καρωτικός, -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]
αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρωτικός: усыпляющий, погружающий в сон (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.; τὸ πνεῦμα Plut.).