καρωτίδες
From LSJ
English (LSJ)
ων, αἱ, carotid arteries, Aret.SA2.11, Gal.UP16.12: derived fr. καρόω by Ruf.Onom.210: sg., τὴν καρωτὶν (sic) ἀρτηρίαν Antyll.(?) ap.Orib.45.17.6.
German (Pape)
[Seite 1332] αἱ, Hauptschlagadern (die Schlagfluß veranlassen), Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρωτίδες: -ων, αἱ, αἱ δύο μεγάλαι ἀρτηρίαι τοῦ τραχήλου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2.11, Γαλην. (Ἐκ τοῦ καρόω, ἴδε Γαλην. 5.195).