καλυπτήριον
English (LSJ)
τό, A covering, ib.
German (Pape)
[Seite 1315] τό, Decke, Deckel, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλυπτήριον: τό, κάλυμμα, Γλωσσ.· ― ὡσαύτως καλυπτής, οῦ, ὁ, κεραμίς, ὁ αὐτ.
τό, A covering, ib.
[Seite 1315] τό, Decke, Deckel, Gloss.
κᾰλυπτήριον: τό, κάλυμμα, Γλωσσ.· ― ὡσαύτως καλυπτής, οῦ, ὁ, κεραμίς, ὁ αὐτ.