κατάσκεπος

Revision as of 22:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A v. κατάσκοπος 11.

German (Pape)

[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.

Greek Monolingual

κατάσκεπος, -ον (Α)
κατασκεπασμένος.
επίρρ...
κατάσκεπα
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό-σκεπος, φυλλό-σκεπος].