κατιθύς

Revision as of 08:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A opposite, c. gen., Babr.95.42, Q.S.7.136:—also κατῑθύ Herod. 8.60, Man.1.30; cf. ἰθύς 11.2.

German (Pape)

[Seite 1401] gegenüber, Qu. Sm. 7, 136, s. κατιθύ.

Greek (Liddell-Scott)

κατιθύς: Ἐπίρρ., ἀντὶ κατ’ ἰθύ, ἀπέναντι, μετὰ γεν., Κόϊντ. Σμ. 7. 136.

Greek Monolingual

κατιθύς και κατιθύ (Α)
επίρρ. στο αντίθετο μέρος, απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰθύς, «ευθεία πορεία»].