κατεπάλμενος

Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

κατέπ-αλτο,    A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.