κεφαλοτρύπανον

Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡ], τό,    A trepan, Gal.14.785.

German (Pape)

[Seite 1428] τό, Schädelbohrer, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοτρύπᾰνον: τό, τρυπάνιον, Γαλην. 2. 399.

Greek Monolingual

κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α)
ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικο-τρύπανον, σιδηρο-τρύπανον.