κυδωνίτης

Revision as of 10:08, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ,    A quince-wine, Dsc.5.20.

German (Pape)

[Seite 1525] οἶνος, ὁ, Quittenwein, Pallad. 11, 20.

Greek Monolingual

κυδωνίτης, ὁ (Α)
φρ. «κυδωνίτης οἶνος» — οίνος που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -ίτης, κατάλ. που απαντά συχνά σε ονομασίες οίνων (πρβλ. αιματ-ίτης, φοινικ-ίτης)].