κυμινοκίμβιξ

Revision as of 10:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῑκος, ὁ,    A skinflint (cf. κυμινοπρίστης), Com.Adesp.1055.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοκίμβιξ: -ικος, ὁ, φιλάργυρος, «σμικρολόγος» Εὐστ. 1828, 10, ἴδε κυμινοπρίστης.

Greek Monolingual

κυμινοκίμβιξ, -ικος, ὁ (Α)
φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»].