κυμινοκίμβιξ

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠμῑνοκίμβιξ Medium diacritics: κυμινοκίμβιξ Low diacritics: κυμινοκίμβιξ Capitals: ΚΥΜΙΝΟΚΙΜΒΙΞ
Transliteration A: kyminokímbix Transliteration B: kyminokimbix Transliteration C: kyminokimviks Beta Code: kuminoki/mbic

English (LSJ)

ῑκος, ὁ, skinflint (cf. κυμινοπρίστης), Com.Adesp.1055.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοκίμβιξ: -ικος, ὁ, φιλάργυρος, «σμικρολόγος» Εὐστ. 1828, 10, ἴδε κυμινοπρίστης.

Greek Monolingual

κυμινοκίμβιξ, -ικος, ὁ (Α)
φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»].

German (Pape)

[μῑ], ικος, ὁ, Kümmelknicker, vgl. κυμινοπρίστης, Eust. 1828.10 erkl. σμικρολόγος.