ὁ, A confusion, disturbance, Max.Tyr.16.9, 17.10.
κυκηθμός, ὁ (Α)σύγχυση, ταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «ανακατεύω, αναμιγνύω» + επίθημα -ηθμός (πρβλ. ελκ-ηθμός, μυκ-ηθμός)].