κωμηδόν

Revision as of 10:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A in villages, ζῆν Str.3.2.15; οἰκεῖν D.S.5.6, D.H.1.9, etc.

German (Pape)

[Seite 1544] dorfweise, nach Dörfern, nach Art eines Dorfes mit zerstreu't liegenden Wohnungen; ζῆν Strab. III, 151; οἰκέω D. Sic. 5, 6; D. Hal. 1, 9; Conon. amat. 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωμηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ κώμας, Λατ. vicatim, ζῆν Στράβ. 151· οἰκεῖν Διόδ. 5. 6, Διον. Ἁλ. 1. 9, κτλ.

Greek Monolingual

κωμηδόν (Α)
επίρρ. κατά κώμες («Σικανοὶ τὸ παλαιὸν κωμηδὸν ὤκουν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κτην-ηδόν, σμην-ηδόν)].

Russian (Dvoretsky)

κωμηδόν: adv. отдельными деревнями (οἰκεῖν Diod.).