λακέτας

Revision as of 10:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, the    A chirper, i.e. the cicada, Ael.NA10.44.

German (Pape)

[Seite 8] ὁ, die Tönende, so heißt die Cicade, Ael. H. A. 10, 44.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκέτᾱς: ὁ, ὁ κραυγάζων, δηλ. ὁ τέττιξ, Αἰλ. π. Ζ. 10. 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« l’insecte criard » (la cigale).
Étymologie: R. Λακ, résonner ; cf. λάσκω.
Syn. βάβαξ, ἠχέτης, τέττιξ.

Greek Monolingual

λακέτας, ὁ (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάσκω (πρβλ. -λακ-ον) + -έτας (πρβλ. δαμ-έτας)].