ἡ, A = λεύκωσις 11, of artificial pearls, PHolm.3.6.
λευκασία, ἡ (Α)1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση2. δερματική νόσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.