λεπιδοειδής

Revision as of 10:41, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like scales, of bones, Gal.2.713; λ. προσκολλήματα, of sutures, Id.UP9.18.

German (Pape)

[Seite 29] ές, schuppenförmig, -artig; Galen.; Poll. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπιδοειδής, -ές) λεπίς
αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι
νεοελλ.
φρ. «λεπιδοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς.