λιβανώδης
English (LSJ)
ες, A frankincense-like, πόα Philostr.Im.1.29.
German (Pape)
[Seite 42] ες, weihrauchartig, wie Weihrauch duftend, Philostr. imagg. p. 807.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίβανον, θυμίαμα, Φιλόστρ. 807.