λιβανώδης

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνώδης Medium diacritics: λιβανώδης Low diacritics: λιβανώδης Capitals: ΛΙΒΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: libanṓdēs Transliteration B: libanōdēs Transliteration C: livanodis Beta Code: libanw/dhs

English (LSJ)

λιβανῶδες, frankincense-like, πόα Philostr.Im.1.29.

German (Pape)

[Seite 42] ες, weihrauchartig, wie Weihrauch duftend, Philostr. imagg. p. 807.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίβανον, θυμίαμα, Φιλόστρ. 807.

Greek Monolingual

λιβανώδης, -ῶδες (Α) λίβανος
αυτός που μοιάζει με λιβάνι.