λυγοπλόκος

Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A viminarius, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυγοπλόκος, -ον (Α)
λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο-πλόκος, μυθο-πλόκος.