τό, A = μίσηθρον, 1Enoch9.8 (pl.), Gal.12.251, Sch. E.Ph.1260.
[Seite 190] τό, = μίσηθρον, Paul. Sil. 74, 63.
μίσητρον: [ῑ], τό, μίσηθρον, τὸ ἐμποιοῦν μῖσος, Παῦλ. Σιλ. 74, 63, Γαλην. τ. 13, σ. 275.
μίσητρον, τὸ (Α)βλ. μίσηθρον.