μίσηθρον
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
English (LSJ)
τό, charm for producing hatred (opp. φίλτρον), Luc.DMeretr.4.5.
German (Pape)
[Seite 190] τό, Mittel, Haß gegen Jemand zu erwecken, Luc. D. Mer. 4.
Russian (Dvoretsky)
μίσηθρον: (ῑ) τό средство возбуждения ненависти Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μίσηθρον: [ῑ], τό, μαγικόν τι μέσον ἐγεῖρον μῖσος κατά τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φίλτρον, ὅπερ ἤγειρεν ἀγάπην, Λουκ. Ἑταιρ. Δ. 4. 5· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 131· - ἴδε μίσητρον.
Spanish
encantamiento para producir odio
Greek Monolingual
μίσηθρον και μίσητρον, τὸ (Α)
μαγικό μέσο το οποίο εγείρει μίσος εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κατάλ. -θρον/τρον (πρβλ. στέργηθρον)].
Léxico de magia
τό encantamiento para producir odio P III 164