ἡ, A midwife, S.Fr.99, Gal.Nat.Fac.3.3.
μαιεύτρια: ἡ, (ἄνευ ἀρσεν. μαιευτήρ), μαῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 86.
η (AM μαιεύτρια)η μαίανεοελλ.η μαιευτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρια].
μαιεύτρια: ἡ Soph. = μαῖα 4.