μαιεύτρια

Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A midwife, S.Fr.99, Gal.Nat.Fac.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

μαιεύτρια: ἡ, (ἄνευ ἀρσεν. μαιευτήρ), μαῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 86.

Greek Monolingual

η (AM μαιεύτρια)
η μαία
νεοελλ.
η μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρια].

Russian (Dvoretsky)

μαιεύτρια: ἡ Soph. = μαῖα 4.