μαστόδετον

Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A breast-band, AP6.201 (pl., Marc. Arg.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστόδετον: τό, στηθόδεσμος, Ἀνθ. Π. 6. 201.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bandelette pour soutenir la gorge des femmes, soutien-gorge.
Étymologie: μαστός, δέω¹.

Greek Monolingual

μαστόδετον, τὸ (Α)
ο στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)].

Greek Monotonic

μαστόδετον: τό (δέω), στηθόδεσμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μαστόδετον: τό женская грудная повязка Anth.

Middle Liddell

μαστό-δετον, ου, τό, [δέω]
a breast-band, Anth.