μεσαύλη

Revision as of 12:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = μέσαυλος 1, prob. in Möller Pap.Berl.Mus.3.13 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 136] ἡ, nur Vitruv. 6, 10. S. μέσαυλος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαύλη: ἡ, ἴδε μέσαυλος.

Greek Monolingual

μεσαύλη, ἡ (Α)
ο μέσαυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μέσαυλος με αλλαγή γένους].