τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
Full diacritics: μεσαύλη | Medium diacritics: μεσαύλη | Low diacritics: μεσαύλη | Capitals: ΜΕΣΑΥΛΗ |
Transliteration A: mesaúlē | Transliteration B: mesaulē | Transliteration C: mesayli | Beta Code: mesau/lh |
ἡ, = μέσαυλος 1, prob. in Möller Pap.Berl.Mus.3.13 (vi A.D.).
[Seite 136] ἡ, nur Vitruv. 6, 10. S. μέσαυλος.
μεσαύλη: ἡ, ἴδε μέσαυλος.
μεσαύλη, ἡ (Α)
ο μέσαυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μέσαυλος με αλλαγή γένους].