μεριτεία

Revision as of 12:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A division of property, PFay.97.16 (i A. D.).    II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).

Greek (Liddell-Scott)

μερῑτεία: ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. (ἔνθα μεριτία)·

Greek Monolingual

μεριτεία, ἡ (Α) μεριτεύομαι
1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία».