μοιρασιά

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352

Greek Monolingual

και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία)
μοίρασμα, διανομή
μσν.
1. η πράξη της διαίρεσης στα μαθηματικά
2. μερτικό, μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)].