μεριδαρχία
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ἡ, office of the governor of a district or province, LXX 1 Es. 1.5, J.AJ15.7.3.
German (Pape)
[Seite 134] ἡ, Amt u. Würde des Vorigen, Ios.
Greek Monolingual
μεριδαρχία, ἡ (Α) μεριδάρχης
το αξίωμα του μεριδάρχη.