μεταναπείθω

Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A change by persuasion, in Pass., Hsch. s.v. [[metanegnw/<s>qh]].

German (Pape)

[Seite 150] = μεταπείθω, Hesych. hat μετανεπείσθη als Erkl. von μετεγνώσθη.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναπείθω: πείθω τινὰ νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μετανεγνώσθη.

Greek Monolingual

μεταναπείθω (Α) αναπείθώ
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω.