μεταναπείθω

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναπείθω Medium diacritics: μεταναπείθω Low diacritics: μεταναπείθω Capitals: ΜΕΤΑΝΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: metanapeíthō Transliteration B: metanapeithō Transliteration C: metanapeitho Beta Code: metanapei/qw

English (LSJ)

change by persuasion, in Pass., Hsch. s.v. metanegnw/qh.

German (Pape)

[Seite 150] = μεταπείθω, Hesych. hat μετανεπείσθη als Erkl. von μετεγνώσθη.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναπείθω: πείθω τινὰ νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μετανεγνώσθη.

Greek Monolingual

μεταναπείθω (Α) αναπείθώ
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω.