μελλοδειπνικός
English (LSJ)
ή, όν, A played or sung at the beginning of dinner, μέλος Ar.Ec.1153.
Greek (Liddell-Scott)
μελλοδειπνικός: ή, ον, ὁ ᾀδόμενος ἐν ἀρχῇ τοῦ δείπνου, ἐπᾴσομαι μέλος τι μελλοδειπνικὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153.
Greek Monolingual
μελλοδειπνικός, -ή, -όν (Α)
(για άσμα) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην αρχή του δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + δεῖπνον.
Russian (Dvoretsky)
μελλοδειπνικός: предшествующий трапезе, предобеденный (μέλος Arph.).