μνημοδόχος

Revision as of 12:37, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A recorder, CIG4316f (Arycanda).

Greek (Liddell-Scott)

μνημοδόχος: ὁ, ὁ ὑπομνηματογράφοςὑπομνηματοφύλαξ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4316f.

Greek Monolingual

μνημοδόχος, ὁ (Α)
υπομνηματογράφος ή υπομνηματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος].