μονόφωνος

Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with but one voice or tone, of deaf-mutes, Hp.Carn.18.

German (Pape)

[Seite 206] oinstimmig, eintönig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἢ ἐκπέμπων μίαν μόνην φωνήν, Ἱππ. 253. 39, 41.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια
αρχ.
(για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ-φωνος].