ταυτοφωνία
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek Monolingual
η / ταὐτοφωνία, ΝΜ ταὐτόφωνος
νεοελλ.
1. δυσάρεστη επανάληψη τών ίδιων φθόγγων, συλλαβών ή γραμμάτων
2. απουσία διαστήματος μεταξύ δύο φθόγγων που εκφέρονται συγχρόνως
3. μουσ. η απόδοση του ίδιου ήχου από δύο ή περισσότερες φωνές ή όργανα
μσν.
το να έχει κανείς την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.