μονοτόκος

Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ep.μουνο-, ον,    A bearing but one at a time, Arist.HA576a1, GA772b2.    II = μονότεκνος, ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn.D.6.31.    III proparox., μ. κούρη an only child, ib.58.

German (Pape)

[Seite 205] ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν τέκνον ἑκάστοτε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.

Greek Monolingual

-ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)
1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Russian (Dvoretsky)

μονοτόκος: рождающий только одного детеныша (ἡ ἵππος Arst.).