νεμητός

Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν, dub. sens.,    A τὸν ν. ἀγῶνα τῶν Ὁμολωΐων IG7.3196.23 (Orchom. Boeot.).

Greek (Liddell-Scott)

νεμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ διανείμῃ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1584. 36 (μετ’ ἀμφιβόλου ἐννοίας).

Greek Monolingual

νεμητός, -ή, -όν (Α)
πιθ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διανείμει ή αυτός που διανεμήθηκε, που διαιρέθηκε, που διαμοιράστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση), βλ. και λ. νέμω.