νεμητός
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
νεμητή, νεμητόν, dub. sens., τὸν ν. ἀγῶνα τῶν Ὁμολωΐων IG7.3196.23 (Orchom. Boeot.).
Greek (Liddell-Scott)
νεμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ διανείμῃ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1584. 36 (μετ’ ἀμφιβόλου ἐννοίας).
Greek Monolingual
νεμητός, -ή, -όν (Α)
πιθ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διανείμει ή αυτός που διανεμήθηκε, που διαιρέθηκε, που διαμοιράστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση), βλ. και λ. νέμω.