νεηγενής

Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, Ion. for νεᾱγενής,    A new-born, just born, Od.4.336.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu, eben geboren; Od. 4, 336. 17, 127; μόσχον νεαγενῆ, Eur. I. A. 1623; sp. D., wie Antp. Sid. 83 (VII, 210).

Greek (Liddell-Scott)

νεηγενής: -ές, Ἰων. ἀντὶ νεᾱγενής, ἀρτιγενής, νεογέννητος, Ὀδ. Δ. 336, Ρ. 127· ἴδε ἐν λέξ. νεαγενής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. νεογενής.

English (Autenrieth)

ές: new-born, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Greek Monolingual

νεηγενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. νεογενής.

Greek Monotonic

νεηγενής: -ές (γίγνομαι)· Ιων. αντί νεᾱγενής, ο γεννημένος πρόσφατα, νεογέννητος, αρτιγέννητος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

νεηγενής: эп.-ион. = νεογενής.

Middle Liddell

νεη-γενής, ές γίγνομαι [ionic for νεᾱγενής]
new-born, just born, Od.