νεοσπάς

Revision as of 13:26, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,    A newly torn away, fresh-plucked, θαλλοί S.Ant.1201, cf. Fr.502.

German (Pape)

[Seite 244] άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ νεωστὶ ἀποσπασθείς, ἀποκοπείς, θαλλὸς Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀποσπ. 445·Ϗ πρβλ. ἀποσπάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
nouvellement arraché (rameau).
Étymologie: νέος, σπάω.

Greek Monolingual

νεοσπάς, ό και ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπάς (< θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς].

Greek Monotonic

νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσπάς: άδος adj. свежесорванный (θαλλοί Soph.).

Middle Liddell

νεοσ-πάς, άδος,
fresh-plucked, Soph.

English (Woodhouse)

newly gathered, newly plucked