νοσηλός

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A morbid, ὑγρόν Hp.Loc.Hom.10; diseased, v.l. for νοσηρός (q.v.). Adv. Comp. -ότερον with a sickly tendency, Id.Epid.6.6.8, Aph.6.2 (v.l. νοσηρ-).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλός: -ή, -όν, νοσῶν, νοσηρός, ἀσθενής, νοσηλότερον ὀστέον Ἱππ. 817G. - Ἐπίρρ. νοσηλῶς, νοσηρῷ τῷ τρόπῳ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 604C.

Greek Monolingual

νοσηλός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που προξενεί ασθένεια
2. ασθενής.
επίρρ...
νοσηλῶς (Α)
με νοσηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, τρυφ-ηλός)].